ἄχορδος

ἄχορδος
ἄχορδος
without strings
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • άχορδος — η, ο (Α ἄχορδος, ον) [χορδή] νεοελλ. ο χωρίς χορδές αρχ. 1. άμουσος, μη αρμονικός 2. φρ. «φόρμιγξ ἄχορδος» το τόξο (φόρμιγγα χωρίς χορδές) …   Dictionary of Greek

  • ἄχορδον — ἄχορδος without strings masc/fem acc sg ἄχορδος without strings neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρδου — ἄχορδος without strings masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀχόρδῳ — ἄχορδος without strings masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φόρμιγγα — η / φόρμιγξ, ιγγος, ΝΜΑ παραλλαγή τής αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά… …   Dictionary of Greek

  • χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”